Η μαύρη γάτα

Πάντα ήθελα μια μαύρη γάτα. Πάντα τις έβλεπα στις γωνιές των δρόμων να με κοιτάνε, να παίζουν, να τρώνε, να νιαουρίζουν. Και έβλεπα και πολύ κόσμο να τις κοιτάει. Άλλοι με αποστροφή και άλλοι έφτυναν τα ρούχα τους. γρουσουζιά γαρ.

Ένας αστικός μύθος που ακούμε από παιδιά. Που μας έμαθαν να πιστεύουμε. Και θα μάθουμε στα παιδιά μας να πιστεύουνε. Ότι αν δεις μια μαύρη γάτα στη μέση του δρόμου, κάτι κακό θα συμβεί. Γύρνα από την άλλη, κάνε στο σταυρό σου.

Μια μαύρη γάτα. Μια γάτα παρεξηγημένη. Τι να σκέφτεται άραγε αυτή; Τι να λέει μέσα της;

Εγώ λοιπόν την θεωρώ παρεξηγημένη. Ξέρω ότι πιστεύει στον εαυτό της. Ξέρει ότι και αυτή σαν τις άλλες γάτες θέλει να παίξει, να την πάρουν αγκαλιά, να αποκτήσει μια οικογένεια. Να κάνει φίλους. Να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Να είναι ανεξάρτητη αλλά να χώνεται σε μια αγκαλιά που θα την γεμίζει. Να ξενυχτάει τα βράδια αλλά να ξέρει ότι στο σπίτι της υπάρχουν άνθρωποι που την αγαπούν. Να μπορεί να φοράει ό,τι θέλει, κορδέλες στα μαλλιά, μαύρα ρούχα, σκουλαρίκια και τατουάζ.

Την ξεχωρίζουν. Πάντα τραβάει τα βλέμματα. Πάντα την σχολιάζουν και θα είναι το πρώτο θέμα της συζήτησης.

Μια μαύρη γάτα μπήκε χθες στο μαγαζί. Παρήγγειλε το αγαπημένο της ποτό, φοράει το αγαπημένο της άρωμα, ένα μπορντό κραγιόν και κάτι ψηλές μαύρες μπότες. Είναι οι αγαπημένες της. Μόλις την είδαν όλοι σάστισαν. Είχαν καιρό να την δουν. Είχε κλειστεί στον εαυτό της. Στο σπίτι της. Εκεί που δεν την κρίνουν.

Είδε και τις υπόλοιπες γάτες εκεί. Χόρευαν όλες μαζί. Αλλά την μαύρη την ξεχώριζαν. 

Ευαίσθητη, ρομαντική.

Επαναστάτρια, ηγετική.

Όλοι ήξεραν τι είναι. Όλοι ήθελαν να την βλέπουν και να ακούν τα επιτεύγματά της. Πως γύρισε μια μέρα και φώναξε σε εκείνον τον άθλιο σύντροφο. Πως για πρώτη φορά αναγνώρισε τι σημαίνει να αφήνεις κάτι να τελειώσει. Πως είδε να την πιστεύουν και να ανταμείβεται για όλα όσα προσπαθούσε τόσα χρόνια. Πως διάβασε ένα καινούργιο βιβλίο ψυχολογίας και άκουσε μια εντεχνο-τζαζολαϊκή μπαλάντα που βρήκε στο spotify. Που χθες έδινε μάθημα για το οποίο δεν διάβασε και πολύ, αλλά πάλι τα κατάφερε, παρόλο που σκεφτόταν δύο μήνες αν είναι άραγε ανεπαρκής. Πως σηκώθηκε το πρωί και πήγε στη δουλειά της, παρόλο που το βράδυ χόρευε ζειμπέκικα στο κουκάκι. Πως φόρεσε εκείνο το κόκκινο κραγιόν, που πάντα έλεγε ότι θέλει να βάλει. Πως ήπιε πάλι ένα βραδινό ποτό, χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος. Πως θυμήθηκε τον ονειροπόλο γκόμενο που γνώρισε το καλοκαίρι στην Αμοργό και της είπε να κάνει στη ζωή της αυτό που εκείνη θέλει χωρίς να ακούει τους άλλους. Πως και πάλι, αργά τη νύχτα, έκανε σενάρια πάνω από ένα μεσοκοιμισμένο μήνυμα, ξεδιπλώνοντας τις τρεις περγαμηνές της. Που πάλι ξύπνησε με ζαλάδα και ένα αδιανόητο άγχος, γιατί εκείνος ο πρώην τη θυμήθηκε ξανά.  

Αλλά αυτόν τον αστικό μύθο που άκουγαν από παιδιά, αυτόν που τους έμαθαν να πιστεύουνε, δεν ήθελαν να ξεχάσουν.

Πως για όλα φταίει κάτι από το παρελθόν της. Ένα ασήμαντο γεγονός. Ένα γοητευτικό προσόν που γυρνά μπούμεραγνκ σε όποιον την αντικρίσει. Αλλά δεν έχει σημασία. Γιατί όπως έλεγαν πάντα, αυτή τα καταφέρνει, είναι φτιαγμένη για αυτό.

Την ξεχώριζαν. Πάντα τραβούσε τα βλέμματα. Πάντα την σχολίαζαν και ήταν το πρώτο θέμα.

Ήταν μια μαύρη γάτα.

Παρεξηγημένη.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις