Παρασκευή, 11 Ιουλίου 2025
Δεν ήταν μια συνηθισμένη Παρασκευή. Ξύπνησα το πρωί και ο ήλιος από το παράθυρο ήταν λίγο πιο ξεχωριστός, πιο φωτεινός. Συνειδητοποίησα ότι είναι μέσα Ιουλίου. Κάποια πουλιά χαιρετούσαν το ένα το άλλο, η μυρωδιά του καφέ δεν ήταν σαν εκείνη της Δευτέρας και η γειτόνισσα με την τσιριχτή φωνή δεν ήταν για κάποιο λόγο τόσο ενοχλητική. Έπιασα τα μαλλιά μου, ανακατεμένα όπως ήταν από τον βαθύ ύπνο μου γεμάτο αλλόκοτα όνειρα, γέμισα το μπολ μου με δημητριακά και γάλα, όπως κάθε πρωί κάνω, και το στόλισα με μερικές σταφίδες. Δεν άνοιξα την τηλεόραση. Ήθελα να ακούσω την ησυχία αυτού του πρωϊνού, που θύμιζε εκείνα τα πρωινά μπροστά στο σπίτι στη θάλασσα όταν ήμουν μικρή. Που έπινα το γάλα μου και άκουγα το κύμα καθώς χτυπούσε στην άμμο και της άλλαζε κάθε δευτερόλεπτο το σχήμα.
Φόρεσα ένα χρωματιστό σορτσάκι,
με λευκά και γαλάζια σχέδια και μια μπλούζα λευκή που τόνιζε το λιγοστό μαύρισμά
μου. Πήρα το λάπτοπ μου και κατέβηκα στο κέντρο. Κάθισα στο αγαπημένο μου
μαγαζί, μέσα σε δέντρα και ηρεμία και χωρίς καν να μιλήσω μου έφεραν τον καφέ
μου. Με έμαθαν πια. Άνοιξα το λάπτοπ, όχι για να μελετήσω ένα ακόμα νομικό άρθρο
ή να διαβάσω τα νέα της επικαιρότητας. Δεν με ενδιαφέρουν αυτά τελευταία. Καθώς
άκουγα κάποιους τουρίστες να περιγράφουν τις γαστρονομικές τους εμπειρίες,
άρχισα να γράφω αυτό το κείμενο. Και ένα άλλο, το οποίο όμως δεν θα διαβάσετε εσείς.
Αναρωτήθηκα, πόσες φορές τα
τελευταία χρόνια «αφουγκράστηκα» την ηρεμία ενός πρωϊνού. Πόσες φορές κατηγόρησα
τη μέρα μου επειδή ήταν Δευτέρα και όχι Σάββατο ή Παρασκευή. Ή πόσες ακόμα αναθεμάτισα
που είχε ζέστη. Τελευταία δεν με ενοχλεί η ζέστη. Έχω μάθει να την απολαμβάνω,
γιατί και αυτή επιτελεί το ρόλο της. Ή πόσες φορές δεν άντεχα να κάθομαι μόνη
μου γιατί κάτι μέσα μου ήταν κενό. Τελευταία, απολαμβάνω πολύ τη Χρυσάνθη. Άρχισα
λίγο να τη φροντίζω παραπάνω. Να της χαρίζω μια βόλτα παραπάνω, να της δίνω
χρόνο να ξεκουραστεί, να της μαγειρεύω το αγαπημένο της φαγητό, να της χαρίζω
το άθλημα που της αρέσει περισσότερο και την κάνει να αισθάνεται δυνατή, να την
αφήνω να διαβάσει το αγαπημένο της βιβλίο παρόλο που έχει χάσει προθεσμία για παράδοση
εργασίας.
Να μην την κατηγορώ για τις στιγμές
που λύγισε και έκλαψε. Θυμήθηκα πόσο τιμώρησα τον εαυτό μου όταν
μια μέρα δεν έβγαλα δυόμισι χιλιόμετρα στην πισίνα. Αν είχα απέναντί μου την
μικρή Χρυσάνθη, εκείνη των δέκα χρονών, με τα ροδαλά μάγουλα και το πάνλευκο
δέρμα, θα την κατηγορούσα που δεν έκανε ακόμα «τέλεια» πεταλούδα; Ή θα της έλεγα
να μην βιάζεται και πως η καθημερινή της προσπάθεια θα ανταμειφθεί; Και θα
ανταμειφθεί από την ίδια και όχι από κάποιον τρίτο. Ο πιο σκληρός κριτής μας είναι
ο ίδιος μας ο εαυτός. Και αυτό για δύο λόγους. Αρχικά είναι αφιλτράριστος. Μια ακούσια
σκέψη που θα κάνουμε δίχως εκείνη τη στιγμή να σκεφτούμε αν θα πληγώσουμε το
μέσα μας. Και από την άλλη, γιατί δεν υπακούει σε κανόνες. Μπορεί να πιστεύεις
κάτι, να το πρεσβεύεις χρόνια, να το διατυμπανίζεις στους γύρω σου και να είσαι
εξ αυτού του λόγου πρότυπο, αλλά στην πραγματικότητα δεν το εφαρμόζεις στη δική
σου ζωή.
Πάντα αγαπούσα δυνατά. Συναισθήματα
βαθιά, παθιασμένα, γυάλιζε το μάτι μου και η καρδιά μου. Έκανα τα πάντα για τους
άλλους. Γιατί όμως; Ήμουν τόσο καλός συνάνθρωπος, ένας σύγχρονος Ιησούς, ένας καλός
Σαμαρείτης; Ή μήπως προσπαθούσα να καλύψω την έλλειψη της δικής μου αγάπης προς
τον εαυτό μου; Δεν με κατηγορώ ούτε για αυτό. Έτσι με έμαθαν να κάνω. Από μικρή.
Να μην επαναπαύομαι στο 18 αλλά να θέλω το 20. Να μην αφήνω μαθήματα για τον Σεπτέμβρη
αλλά να πιέζω τη Χρυσάνθη μέχρι τελικής πτώσης. Να μην κοιμάμαι πολύ γιατί ο ύπνος
είναι υπερεκτιμημένος.
Κάποτε στα 18 μου έκανα μια «επανάσταση»,
την οποία πήγα να πληρώσω πολύ ακριβά. Το μυαλό μου με έσωσε και όχι κάποιο
εγχειρίδιο λατινικών ή ένα άρτιο σχεδιάγραμμα έκθεσης. «Πρέπει» να είσαι
τέλειος. «Πρέπει» να είσαι Λυσιστράτη γιατί δεν ήταν τυχαίο που την υποδύθηκες
στην Τρίτη Δημοτικού σε σχολική εκδήλωση. Μπορούσα να είμαι Λυσιστράτη, αλλά με
ρώτησε ποτέ κανείς αν θέλω να είμαι; Ο δικηγόρος του διαβόλου για πολλά χρόνια,
πληρώνοντας το τίμημα, έναν άκρατο εγωισμό που αναζωπυρωνόταν καθημερινά.
Τις προάλλες με ρώτησαν αν κάποιος
με ρώτησε ποτέ «Πώς νιώθω». Σκεφτόμουν και σκέφτομαι ακόμα αν έχω ακούσει αυτή
τη φράση εδώ και χρόνια. Ή αν άραγε την άκουσα και ποτέ. Πάντα με ρωτούσαν πώς
ήταν η μέρα σου, τι έφαγες σήμερα ή τι χρώμα έβαψες τα νύχια σου. Πώς πήγε η δουλειά,
τι ώρα θα βγούμε και αν μπορείς να πάμε για μπάνιο μια άλλη μέρα γιατί κάτι μου
έτυχε. Αν μπορείς να έρθεις εσύ από το σπίτι γιατί είμαι κουρασμένος ή αν
μπορείς να με προετοιμάσεις για τη σύνθεση δημοσίου μιας εσύ τα ξέρεις αυτά. Ποτέ
όμως «αν είσαι καλά» ή «πως νιώθεις». Πόσο
Λυσιστράτη ή σωτήρας και ποτέ Χρυσάνθη με το χιλιοϋπογραμμισμένο βιβλίο ιστορίας.
Στο παιδικό μου δωμάτιο έχω ακόμα
στο τζάμι του γραφείου μου εκτυπωμένη την Άρνηση του Σεφέρη:
Mε τί καρδιά, με
τί πνοή,
τι πόθους και τί
πάθος,
πήραμε τη ζωή μας·
λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Υπήρχε λόγος που στην Τρίτη
Δημοτικού, η γλυκιά κα Ελένη, με την σπιτική μαρμελάδα που μας έφερνε σε βάζα στην
τάξη, μας ζήτησε να την μάθουμε απέξω. Τώρα το καταλαβαίνω.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου